πολύπυλος

πολύπυλος
-ον, Α
αυτός που έχει πολλές πύλες, πολλές εξώθυρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -πυλος (< πύλη), πρβλ. τηλέ-πυλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱԴՈՒՌՆ — ( ) NBH 1 404 Chronological Sequence: Early classical ա. πολύπυλος multas portas habens Ունօղ դուռն բազում. որոյ են բազում մուտք կամ առաջք. բազմիմաստ. շատ դռներով. *Մի մի ʼի բանից անտի առաքելոյ բազմադուռն է, սակայն ոչ եթէ հարկ վտանգի է ինձ ելանել …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”